ἀντιλήψεως

ἀντιλήψεως
ἀντιλήψεω̆ς , ἀντίληψις
receiving in turn
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρωνύμια — τα Γλωσσ. λέξεις που σχηματίζονται από το αρχικό ή τα αρχικά γράμματα περιφραστικών ονομασιών ή τίτλων. Συνήθως τα ακρωνύμια δηλώνουν ονόματα κρατών, οργανισμών, εταιρειών, ενώσεων ή ιδρυμάτων συχνή είναι επίσης η χρήση τους στην πολιτική και την …   Dictionary of Greek

  • αναντίληπτος — η, ο (Α ἀναντίληπτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έγινε αντιληπτός, αισθητός 2. αυτός που δεν έτυχε κοινωνικής αντιλήψεως και περιθάλψεως αρχ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, δεν αισθάνεται κάτι, αναίσθητος, μη ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • βραχυγνώμων — βραχυγνώμων, ο (Α) ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • εκτύφλωση — η (AM ἐκτύφλωσις) η στέρηση τής οράσεως νεοελλ. 1. απώλεια τής οράσεως 2. η αναφορικά με κάτι συσκότιση τής αντιλήψεως τής κρίσεως …   Dictionary of Greek

  • επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… …   Dictionary of Greek

  • κακοσύνετος — κακοσύνετος, ον (Μ) αυτός που αντιλαμβάνεται κακώς, άνθρωπος κακής αντιλήψεως ή νοημοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + συνετός] …   Dictionary of Greek

  • κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”